- φαιάνθρακας
- [-αξ (-ακος)] ο бурый уголь, лигнит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαιάνθρακας — ο, Ν γεωλ. ο λιγνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + άνθρακας. Η λ., στον λόγιο τ. φαιάνθραξ, μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek